- πιρουνιάζω
- Ν[πιρούνι]περονιάζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πιρουνιάζω — πιρούνιασα, πιρουνιάστηκα, πιρουνιασμένος 1. παίρνω φαγητό με το πιρούνι, τρυπώ. 2. μτφ., διαπερνώ, προσβάλλω: Μας πιρούνιασε το κρύο, η υγρασία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πειρουνιάζω — βλ. πιρουνιάζω … Dictionary of Greek
πιρούνιασμα — το, Ν [πιρουνιάζω] το περόνιασμα … Dictionary of Greek